- μεσοχρόνιος
- μεσοχρόνιος, -ον (Α)αυτός που έχει μέσο όρο διάρκειας τής ζωής, αυτός που είναι 40 ώς 50 ετών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. μακρο-χρόνιος, ολιγο-χρόνιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοχρόνιος — having an average duration of life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοχρονίους — μεσοχρόνιος having an average duration of life masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοχρόνιοι — μεσοχρόνιος having an average duration of life masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοχρονία — μεσοχρονία, ἡ (Α) η μέση περιόδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσοχρόνιος] … Dictionary of Greek